- εκθηρεύω
- ἐκθηρεύω (Α)κυνηγώ και συλλαμβάνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκθηρεύειν — ἐκθηρεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηρεύοντες — ἐκθηρεύω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρεύω — (ΑΜ θηρεύω) 1. κυνηγώ, ασχολούμαι με το κυνήγι 2. μτφ. επιδιώκω, καταδιώκω, επιζητώ, γυρεύω να... («θηρεύειν κερδέων μέτρον», Πίνδ.) αρχ. 1. δελεάζω, προσελκύω 2. συλλαμβάνω 3. πλήττω («Τιτυόν βέλος θήρευσε», Πίνδ.) 4. (για τα χέρια ανθρώπου που… … Dictionary of Greek